-
1 συμφραζόμενα
τα контекст;φαίνεται από τα συμφραζόμενα — видно, ясно из контекста;
νοούμενος εκ των συμφραζόμεναένων — понятный из контекста
-
2 συμφραζόμενα
συμφράζομαιjoin in considering: pres part mp neut nom /voc /acc plσυμφράζομαιjoin in considering: pres part mp neut nom /voc /acc plσυμφράζωjoin in considering: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
3 συμφραζόμενα
[симфразомэна] ουσ. о. κληθ. контекст,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμφραζόμενα
-
4 συμφραζόμενα
[симфразомэна] ουσ ο πληθ контекст. -
5 контекст
-а α.τα συμφραζόμενα•вырвать (вырывать) из -а κρίνω από τα συμφραζόμενα.
-
6 συμ-φράζομαι
συμ-φράζομαι (s. φράζομαι), sich berathen mit Einem, berathschlagen; ὅτι οἱ συμφράσσατο βουλὰς Θέτις, Il. 1, 537; τίς δ' αὖ τοι ϑεῶν συμφράσσατο βουλάς; Od. 4, 462, wer theilte dir die Rathschläge mit? οὐδέ τί οἱ βουλὰς συμφράσσομαι, οὐδὲ μὲν ἔργον, Il. 9, 374; auch ἑῷ ϑυμῷ, mit sich zu Rathe gehen, Od. 15, 202; μῆτιν συμφράσσασϑαι, zusammen einen Rath ersinnen, Hes. Th. 471; νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται, Soph. Ant. 361; – Sp. brauchen auch das act., = mit sagen, mit ausdrücken, dah. τὰ συμφραζόμενα, pass., Plut. de aud. poet. 4.
-
7 ξυμφραζομαι
(эп. fut. συμφράσσομαι)1) обсуждать, обдумыватьσ. βουλάς τινι Hom. — совещаться с кем-либо;
σ. ἑῷ θυμῷ Hom. — обдумывать про себя:2) придумывать, изобретать, открыватьνόσων φυγὰς ξυμπέφρασται Soph. — (человек) нашел средства от болезней
3) говорить, высказыватьсяτὰ συμφραζόμενα Plut. — слова, речь
-
8 συμφραζομαι
(эп. fut. συμφράσσομαι)1) обсуждать, обдумыватьσ. βουλάς τινι Hom. — совещаться с кем-либо;
σ. ἑῷ θυμῷ Hom. — обдумывать про себя:2) придумывать, изобретать, открыватьνόσων φυγὰς ξυμπέφρασται Soph. — (человек) нашел средства от болезней
3) говорить, высказыватьсяτὰ συμφραζόμενα Plut. — слова, речь
-
9 контекст
τα συμφραζόμενα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контекст
-
10 контекст
контекстм τά συμφραζόμενα. -
11 context
['kontekst](the parts directly before or after a word or phrase (written or spoken) which affect its meaning: This statement, taken out of its context, gives a wrong impression of the speaker's opinions.) συμφραζόμενα -
12 контекст
[καντιέκστ] ουσ. α τα συμφραζόμενα -
13 контекст
[καντιέκστ] ουσ α τα συμφραζόμενα -
14 крыть
крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -оρ.δ. μ.1. σκεπάζω, καλύπτω•крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.
2. επενδύω, ντύνω.3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.
5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!
6. μαλώνω, επιπλήττω.εκφρ.крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крытьнечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.κρύβομαι•в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•
что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.(χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι. -
15 συμφράζομαι
A- άσσομαι Il.9.374
: [tense] pf.ξυμπέφρασμαι S.Ant. 364
(lyr.):—poet. Verb, join in considering, take counsel with, c. dat.,ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ, ὅππως.. Od.15.202
; also τίς νύ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; who imparted his counsels to thee? 4.462, cf. Il.1.537, 9.374: but μῆτιν συμφράσσασθαι (sc. ἑαυτῷ) contrive a plan, Hes.Th. 471; νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται S.l.c.II in later Prose [voice] Act. [full] συμφράζω, mention at the same time, Str.8.6.17:—[voice] Pass., to be used in the same context with, c. dat., Gal.16.706; τὰ συμφραζόμενα the context, Plu.2.22a, Gal.16.707, 18(1).437.2 [voice] Pass., to be synonymous with, c. dat., Aret.SD1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφράζομαι
См. также в других словарях:
συμφραζόμενα — συμφράζομαι join in considering pres part mp neut nom/voc/acc pl συμφράζομαι join in considering pres part mp neut nom/voc/acc pl συμφράζω join in considering pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
συμφράζω — ΝΜΑ (η μτχ. ουδ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμφραζόμενα α) τα προλεγόμενα και τα επιλεγόμενα ενός χωρίου κειμένου, το περιβάλλον του β) το γενικό νόημα ενός χωρίου («για να κατανοήσει κανείς το νόημα αυτής τής φράσης θα πρέπει να τήν… … Dictionary of Greek
βραχυλογία — η (AM βραχυλογία) [βραχύλογος / βραχυλόγος] 1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο 2. η πυκνότητα στην έκφραση με την παράλειψη λέξεων ή όρων οι οποίοι μπορούν να νοηθούν από τα συμφραζόμενα … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek